- μεταπολεμικός
- -ή, -ό1. αυτός που γίνεται ή υπάρχει την εποχή μετά τον πόλεμο: Μεταπολεμική κατάσταση.2. αυτός που αναφέρεται στην εποχή μετά τον α' ή το β' παγκόσμιο πόλεμο: Μεταπολεμικά τραγούδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.